Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Ο ΑΠΟΛΛΩΝ ΚΑΙ Ο ΠΥΘΩΝ


Ο ΑΠΟΛΛΩΝ ΚΑΙ Ο ΠΥΘΩΝ

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η Λητώ πριν ακόμα γεννήσει τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, καταδιώχτηκε από τον Πύθωνα που τον είχε στείλει εναντίων της η Ήρα. Ο Πύθωνας ήταν ένα τέρας φριχτό, ένας δράκος θηλυκός, είχε γεννηθεί από τη Γη και χρησιμοποιήθηκε ως παραμάνα του Τυφωέα. «Όποιος τον συναντούσε γνώριζε τον θάνατο». Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να εμποδίσει τη γέννηση του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Και γύρισε πίσω στον Παρνασσό. Κι ο Απόλλωνας ο νεογέννητος θα του ρίξει εκεί τα πρώτα του βέλη, που του είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος.

Οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν το πεδίο της μάχης του Απόλλωνα κατά του Πύθωνα σε διάφορα μέρη: στην Κρήτη, τη Σικυώνα κι αλλού. Ωστόσο κατά την επικρατέστερη άποψη η μάχη αυτή είχε γίνει στη Φωκίδα, ακριβώς στο σημείο όπου είχε ιδρυθεί το πιο ονομαστό ιερό του Απόλλωνα, στους Δελφούς.

Σύμφωνα με τον «Ομηρικό Ύμνο», ο Απόλλωνας ήταν μόνο τεσσάρων ημερών βρέφος, όταν όρμησε από την κορυφή του Ολύμπου για το ταξίδι του προς τις πλαγιές του Παρνασσού. Περνάει την Πιερία, την Εύβοια, τη Βοιωτία και σταματάει κοντά στην Αλίαρτο, όπου κοντά στην πηγή Τελφούσσα σχεδιάζει να ιδρύσει ναό. Όμως η Νύμφη, στη οποία ανήκει η περιοχή κι έχει το όνομά της, αποτρέπει το θεό από τα σχεδία του, λέγοντάς του: «Ο θόρυβος των αλόγων και των μουλαριών που έρχονται στις όχθες μου να πιουν νερό, δε θα σε αφήσει ποτέ ήσυχο. Οι άνθρωποι εδώ προτιμούν να βλέπουν καλοφτιαγμένα κάρα κι άλογα γοργά παρά ναό μεγάλο ή τα πλούτη τα πολλά που θέλεις να περιέχει.»

Και τον συμβούλεψε να πάει στην Κρίσσα, «στις πλαγιές του Παρνασσού, όπου ποτέ δε θα περάσει κάρο κι όπου ποτέ δε θα ακουστούν άλογα γύρω από τον πλούσιό σου το βωμό.» Μα εκεί βρισκόταν ο Πύθωνας «που έκανε στους ανθρώπους πολύ κακό και στα πρόβατά τους». Ο Απόλλωνας τότε ρίχνει κατά του φριχτού εκείνου τέρατος «ένα ακατανίκητο βέλος». Κι ο Πύθωνας με πόνους φοβερούς κουλουριάζεται, σπαράζει και μουγκρίζει γοερά και τέλος συγκεντρώνει τις δυνάμεις του και σέρνεται ως το δάσος, όπου και πεθαίνει. Κι είπε τότε ο Φοίβος Απόλλων : «Λειώσε τώρα εκεί που κείτεσαι, πάνω στη γη που τρέφει τους ανθρώπους. Δε θα προκαλείς πια το χαμό των θνητών. Και μήτε ο Τυφωέας μήτε κι η Χίμαιρα θα μπορέσουν να σ’ απαλλάξουν απ’ το θάνατο. Εδώ θα σε λείωσουν το μαύρο χώμα και ο Υπερίωνας».

Θεώρησε ο ίδιος ο Απόλλωνας πως το να έχει σκοτώσει το τέρας ήταν ένα παράπτωμα και γι’ αυτό καταδίκασε τον εαυτό του σε εξορία για να εξαγνιστεί, κατ’ άλλους σε εξορία ενός χρόνου, κατ’ άλλους σε εξορία οκτώ χρόνων, στην κοιλάδα των Τεμπών, όπου σ’ όλο αυτό το διάστημα πλανιόταν χωρίς να χρησιμοποιεί το κύρος και την αίγλη του θεού. Κι όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου της ποινής του, γύρισε στους Δελφούς, στεφανωμένος με δάφνη και κρατώντας ένα κλαδί της στο χέρι.
Και οι κάτοικοι των Δελφών, για να γιορτάσουν την επιστροφή του, θέσπισαν τη γιορτή Σεπτήρια, που τελούνταν κάθε εννιά χρόνια. Ήταν ένα είδος παντομίμας, που αναπαράσταινε τις φάσεις του αγώνα του θεού κατά του Πύθωνα, και κατασκεύασαν κοντά στο ιερό του Απόλλωνα μια καλύβα από ξύλα, που παράσταινε του απαίσιου τέρατος την φωλιά. Και μια πομπή σχηματιζόταν μ’ επικεφαλής ένα παιδί, που κι οι δυο γόνοι του ζούσαν και από ένα πλάγιο μονοπάτι χωρίς θόρυβο κανένα, πλησίαζε στην καλύβα το παιδί, που έπαιζε τότε του Απόλλωνα το ρόλο, κι ενώ όλοι αναμμένες δάδες κρατούσαν, ξάφνου έριχνε ένα βέλος στην καλύβα το παιδί. Κι όλοι καταπάνω στην καλύβα τότε ορμούσαν και της έβαζαν φωτιά. Κι ύστερα  τρέχοντας όλου έφευγαν, δίχως να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω μια φορά.

Αλλά το παιδί που είχε οδηγήσει την πομπή, μαζί με άλλους συνομηλίκους του, βάδιζε προς το βορρά, στην κοιλάδα των Τεμπών, όπου και πρόσφεραν θυσία στο βωμό του θεού Απόλλωνα. Έκοβαν έπειτα όλα τα δάφνινα κλαδιά κι επέστρεφαν στους Δελφούς από την Ιερά Οδό, την Πυθιάδα Οδό, απ’ όπου ο Απόλλωνας είχε περάσει κάποτε. Κι ονόμαζαν το δεύτερο μέρος της γιορτής των Σεπτηρίων «Δαφνηφόρια», που και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδος τα γιόρταζαν.

Ο ΑΠΟΛΛΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΔΜΗΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΟΜΕΔΟΝΤΑ

Βρίσκουμε την ιδέα του εξαγνισμού για κάποιο παράπτωμα σε ακόμα δυο μύθους οι οποίοι παρουσιάζουν τον Απόλλωνα να εξαναγκάζεται να υπηρετεί ως δούλος του Άδμητου και του Λαομέδοντα.

Ο Απόλλωνας λοιπόν είχε καταδικαστεί να γίνει δούλος του Άδμητου, του βασιλιά των Φερρών, εξαιτίας του φόνου των γιων των Κυκλώπων. Ο θεός Απόλλωνας ήθελε να εκδικηθεί το θάνατο του γιου του Ασκληπιού, που τον είχε κεραυνοβολήσει ο Δίας κι επειδή δεν μπορούσε να θανατώσει τους Κύκλωπες που είχαν κατασκευάσει τον κεραυνό, αλλά ήταν αθάνατοι, μα μήτε και να τιμωρήσει, βέβαια τον Δία, στράφηκε κατά των απογόνων των Κυκλώπων.

Όμως άλλοι συγγραφείς λένε πως η δουλεία του Απόλλωνα ήταν θεληματική και ότι οφειλόταν στον έρωτα που ένιωθε ο Απόλλωνας προς τον Άδμητο. Ωστόσο η άποψη αυτή είναι αντίθετη με τη γενική διαγωγή του θεού, όπως την παρουσιάζουν οι μύθοι. Πραγματικά, χάρη στον Απόλλωνα, κατάφερε ο Άδμητος να παντρευτεί την Άλκηστη, τη θυγατέρα του βασιλιά Πελία, που είχε ορκιστεί ότι θα έδινε τη θυγατέρα του σ’ εκείνον μοναχά που θα ‘ταν ικανός να φέρει εμπρός του άρμα συρόμενο  από λιοντάρι ή αγριόχοιρο. Και η επέμβαση του Απόλλωνα επέτρεψε στον Άδμητο να ανταποκριθεί στον όρο του Πελία που φαινόταν ανεκπλήρωτος. Ωστόσο δοκιμασία τρομερότερη, μετά το γάμο που έγινε, περίμενε τον Άδμητο, όταν μπήκε στο νυφικό του θάλαμο, που τον βρήκε γεμάτο από φίδια τα οποία είχε στείλει η Άρτεμη, επειδή τη λησμονήσαν στου γάμου τις θυσίες. Και πάλι επενέβηκε ο Απόλλωνας, να σώσει τον προστατευόμενό του. Καταπράϋνε την αδερφή του κι ύστερα επωφελήθηκε από μια στιγμή που είχαν μεθύσει οι Μοίρες και πέτυχε σ’ αυτές ν’ αλλάξουν την απόφασή τους για το θάνατο του Άδμητου. Και δέχτηκαν τότε οι Μοίρες, σαν έρθει η ώρα του θανάτου του βασιλιά Άδμητου, να μην πεθάνει ο ίδιος, αν κάποιος από τους κοντινούς συγγενείς του βρεθεί και δεχτεί να πεθάνει στην θέση του Άδμητου. Όπως γνωρίζουμε από την τραγωδία του Ευριπίδη «Άλκηστις», ο πατέρας και η μητέρα του Άδμητου, παρά τη μεγάλη τους ηλικία, δεν δέχτηκαν να θυσιαστούν για το γιο τους, όμως το δέχτηκε η αγαπημένη του γυναίκα Άλκηστη, που πρόσφερε μ’ όλη τη θέλησή της τον εαυτό της στο θάνατο. Και όπως ξέρουμε, τελικά, σώθηκε από τον Ηρακλή.

Άλλη  μια δουλεία που περίμενε τον θεό ήταν η συνέπεια της επαναστατικής κίνησης που είχε συνενώσει την Ήρα, τον Ποσειδώνα, την Αθηνά και τον Απόλλωνα ενάντια στην κυριαρχία του Διός, που απ’ αυτήν ήθελαν οι θεοί αυτοί να απαλλαγούν.

Ωστόσο ο ύπατος των θεών κατάφερε να εξουδετερώσει τη συνωμοσία χάρη στη Θέτιδα, που τον είχε προειδοποιήσει κι είχε φέρει για βοήθειά του τον Εκατόγχειρα Βριάρεω. Έτσι, για να εξαγνιστούν από τα σφάλματά τους, υποχρεώθηκαν ο Ποσειδώνας και ο Απόλλωνας να γίνουν δούλοι του Λαομέδοντα. Ανατέθηκε στον μεν Απόλλωνα να φυλάει τα κοπάδια στην Ίδη, στον δε Ποσειδώνα να κατασκευάσει τα τείχη της Τροίας (όπου κατά τον Πίνδαρο και ο Απόλλωνας είχε πάρει μέρος). Κατασκευασμένα από θεούς τα τείχη της Τροίας έπρεπε να είναι απόρθητα, μα οι δυο θεοί πήρανε γα βοηθό τους στην τειχοποιία κι ένα θνητό, τον Αιακό.

Μα κι άλλη δυσάρεστη περιπέτεια είχε η αποπεράτωση των τειχών της Τροίας. Ο Λαομέδοντας είχε υποσχεθεί κάποια αμοιβή στους εργάτες του, μετά την αποπεράτωση του έργου, αλλά αρνήθηκε να την  καταβάλει. Ο Ποσειδώνας τον εκδικήθηκε με τη βοήθεια που έδωσε αργότερα στους Έλληνες κατά των Τρώων. Όμως ο Απόλλωνας δε φανέρωσε καμιά μνησικακία. Ωστόσο, κατά τον  Απολλόδωρο τον Αθηναίο και οι δυο θεοί εκδικήθηκαν άγρια τον Λαομέδοντα, και μας αναφέρει : «Έστειλε ο Απόλλωνας στη χώρα πανούκλα κι ο Ποσειδώνας ένα θαλάσσιο τέρας, που άρπαζε τους ανθρώπους απ’ τα χωράφια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου